πυκνοκατοικούμαι

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

Greek Monolingual

-έομαι, Ν
1. (για περιοχή) έχω πολύ πληθυσμό αναλογικά με την έκταση μου
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πυκνοκατοικημένος, -η, -ο
αυτός που έχει πυκνό πληθυσμό, πυκνοκατοίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κατοικούμαι].