πυκνοϋφασμένος

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για ύφασμα) αυτός του οποίου η ύφανση είναι πυκνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + υφαίνω].