πυραμιδοειδής

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρᾰμῐδοειδής Medium diacritics: πυραμιδοειδής Low diacritics: πυραμιδοειδής Capitals: ΠΥΡΑΜΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pyramidoeidḗs Transliteration B: pyramidoeidēs Transliteration C: pyramidoeidis Beta Code: puramidoeidh/s

English (LSJ)

πυραμιδοειδές, = πυραμιδικός (pyramidal), Epicur. Nat. 14.5.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το σχήμα πυραμίδας.
επίρρ...
πυραμιδοειδώς Ν
σαν πυραμίδα, με σχήμα πυραμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυραμίς, -ίδος + -ειδής].