πυριτόλιθος

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(πετρογρ.) πολύ λεπτόκοκκο χαλαζιακό πέτρωμα, ποικιλία του διοξειδίου του πυριτίου, που αποτελεί κρυπτοκρυσταλλική μορφή του χαλαζία, με ελάχιστες προσμίξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτης + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Ὅμηρος.