πωρί

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

το / πωρίον, ΝΑ, και πουρί Ν πῶρος
ο πωρόλιθος
νεοελλ.
η πέτρα τών δοντιών, τρυγία
αρχ.
μικρός κάλος.