ράφια

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. οι ίνες του φυτού ραφία που χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική, στην κατασκευή διχτιών, παιχνιδιών, καπέλων και άλλων προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ραφία].