ρήγας
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Greek Monolingual
ο / ῥήξ, ῥηγός, θηλ. ρήγαινα και ρήγισσα, ΝΜ, και ῥήγας Μ, θηλ. και ῥηγῖνα Μ
βασιλιάς ή ηγεμόνας, ιδίως ξένης χώρας («ρήγας μεγάλος ώριζε την άξα χώρα εκείνη», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
χαρτί τράπουλας στο οποίο εικονίζεται ο βασιλιάς, κν. παπάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ρήγας < μσν. ῥήξ, ῥηγός (κατά τα αρσ. σε -ας) < λατ. rex, regis «βασιλιάς» (το θηλ. ῥηγῖνα < λατ. regina)].