αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
-ονος, ό, Αο ρήτορας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. Fρη- του ρ. λέγω, πρβλ. ῥῆσις, ῥητός + κατάλ. -μων (πρβλ. ελεήμων)].