ελεήμων

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496

Greek Monolingual

-ον και ελεήμονας, ο (AM ἐλεήμων, -ον)
1. αυτός που αισθάνεται έλεος, οίκτο για όσους πάσχουν ή βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση
2. εκείνος που παρέχει ελεημοσύνη σε φτωχούς ή πάσχοντες.