ρία

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

η, Ν
(γεωμορφ.) χοανοειδούς σχήματος ποταμόκολπος που σχηματίζεται στην εκβολή ενός ποταμού λόγω καταβύθισης του κατώτερου τμήματος της ποτάμιας κοιλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. ria < rio «ποταμός»].