ρατσιστής
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
ο, θηλ. ρατσίστρια, Ν
(κοινων. -πολ.) οπαδός του ρατσισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. razzista < razza (βλ. και ρατσισμός)].