ρατσιστής

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

ο, θηλ. ρατσίστρια, Ν
(κοινων. -πολ.) οπαδός του ρατσισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. razzista < razza (βλ. και ρατσισμός)].