οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
ο, θηλ. ρατσίστρια, Ν
(κοινων. -πολ.) οπαδός του ρατσισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. razzista < razza (βλ. και ρατσισμός)].