ρατσισμός

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(κοινων.) α) (υπό στενή σημ.) η στάση κατά την οποία τα μέλη μιας φυλής ή εθνικής ομάδας θεωρούν ως μειονεκτούντα τα μέλη άλλης φυλής ή εθνικής ομάδας και ως συνέπεια τούτου αναπτύσσουν μια έντονη πίστη στην ανωτερότητα και υπεροχή τους
β) η ιδέα ή η αντίληψη ότι στα κληρονομούμενα φυσικά χαρακτηριστικά, καθώς και σε ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τών νοητικών δυνατοτήτων και τών πολιτισμικών καταβολών, υπάρχει αιτιατή σύνδεση και ότι, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, ορισμένες φυλές είναι κληρονομικά ανώτερες από άλλες, αλλ. φυλετισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. razzismo (πρβλ. αγγλ. racisme, γερμ. Rassismus) < ιταλ. razza + κατάλ. -ismo (βλ. λ. -ισμός)].