ριζιμαίος

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

Greek Monolingual

και ῥιζιμῇος, -αία και -ῄα, -ον, Μ
ο ριζιμιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολιμαίος)].