ριζοβόλος

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source

Greek Monolingual

ο / ῥιζοβόλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το φυτό καρυόκαρο(ν)
αρχ.
αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλοβόλος)].