ριζόμορφος

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(ιδίως για υπόγειους βλαστούς ή για διαμορφώσεις μερικών υφών του μυκηλίου) ριζοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizomorph (< ρίζα + -μορφος < μορφή). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].