ριζοειδής
From LSJ
Greek Monolingual
-ές / ῥιζοειδής, -ές, ΝΜ
όμοιος με ρίζα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ριζοειδές
βοτ. νηματόμορφη προεκβολή από έναν θαλλό, όπως είναι το γαμετόφυτο τών βρυοφύτων και τών πτεριδοφύτων, που εξυπηρετεί, συνήθως, τις λειτουργίες στερέωσης του φυτού και απορρόφησης νερού και θρεπτικών συστατικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -ειδής. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. rhizoid].