ριζόμορφος

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(ιδίως για υπόγειους βλαστούς ή για διαμορφώσεις μερικών υφών του μυκηλίου) ριζοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizomorph (< ρίζα + -μορφος < μορφή). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].