σάκι

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία μακρόουρων δενδρόβιων πιθήκων της Νότιας Αμερικής που ανήκουν στα γένη πιθηκία και χειροπόδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saki < sagui, λ. της γλώσσας Τούπι].