σάλαγο

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ο σάλαγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σάλαγος με αλλαγή γένους].