σάλαγος

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511

Greek Monolingual

ο, Ν σαλαγώ
1. θόρυβος, βοή πλήθους ανθρώπων ή αγέλης ζώων που βρίσκονται σε κίνηση («σκώνοντ' άλλα με σάλαγο απάνου», Κρυστ.)
2. η κραυγή του βοσκού προς τα βοσκήματα για σταμάτημα ή για αλλαγή κατεύθυνσης.