σέβος

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monotonic

σέβος: τό, = σέβας, στον πληθ. σέβη, τά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σέβος, εος, τό, = σέβας, in pl. σέβη, Aesch.]