σέβος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monotonic

σέβος: τό, = σέβας, στον πληθ. σέβη, τά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σέβος, εος, τό, = σέβας, in pl. σέβη, Aesch.]