σίκυον
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
German (Pape)
[Seite 881] τό, der Kern der Pfeben, Melonen u. Gurken; Theophr.; Plut. Symp. 1, 10, 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
graine de concombre ou de citrouille.
Étymologie: σικύα.
Greek Monolingual
τὸ, Α σικύα / σίκυος
πιθ. σπόρος αγγουριού ή κολοκυθιάς.
Russian (Dvoretsky)
σίκυον: (ῐ) τό дынное или тыквенное семя Plut.