σίκυον

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

German (Pape)

[Seite 881] τό, der Kern der Pfeben, Melonen u. Gurken; Theophr.; Plut. Symp. 1, 10, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
graine de concombre ou de citrouille.
Étymologie: σικύα.

Greek Monolingual

τὸ, Α σικύα / σίκυος
πιθ. σπόρος αγγουριού ή κολοκυθιάς.

Russian (Dvoretsky)

σίκυον: (ῐ) τό дынное или тыквенное семя Plut.