σαββατιάτικος
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
-η, -ο, Ν
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά την ημέρα του Σαββάτου.
επίρρ...
σαββατιάτικα Ν
κατά την ημέρα του Σαββάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατο + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. χριστουγεννιάτικος)].