σαθρῶς

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Russian (Dvoretsky)

σαθρῶς: слабо, непрочно: σ. ἱδρυμένος Arst. воздвигнутый на непрочном основании.