οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
η, Νη ποσότητα που περιέχεται ή χωρεί σε ένα σακί («μια σακιά όσπρια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλιά)].