σαμάρωμα
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
το, Ν σαμαρώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαμαρώνω, η τοποθέτηση σαμαριού στη ράχη υποζυγίου
2. μτφ. συμμόρφωση ατίθασου ατόμου.