σαμάρωμα

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

το, Ν σαμαρώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαμαρώνω, η τοποθέτηση σαμαριού στη ράχη υποζυγίου
2. μτφ. συμμόρφωση ατίθασου ατόμου.