σανιδώνω
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
Greek Monolingual
σανιδῶ, -όω, ΝΑ σανίς, -ίδος]
επικαλύπτω μια επιφάνεια με σανίδες, στρώνω με σανίδια.