σαξίφραγο

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

το / σαξίφραγον, ΝΜΑ, και πιθ. εσφ. τ. σαρξιφάγον και σαρξιφαγές ΜΑ, και σαξίφραγος, ὁ, ἡ, Α
νεοελλ.
βοτ. η σαξιφράγα
μσν.-αρχ.
το φυτό κέστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαξιφράγα].