Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
το / σαξίφραγον, ΝΜΑ, και πιθ. εσφ. τ. σαρξιφάγον και σαρξιφαγές ΜΑ, και σαξίφραγος, ὁ, ἡ, Ανεοελλ.βοτ. η σαξιφράγαμσν.-αρχ.το φυτό κέστρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαξιφράγα].