σαξίφραγο
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
το / σαξίφραγον, ΝΜΑ, και πιθ. εσφ. τ. σαρξιφάγον και σαρξιφαγές ΜΑ, και σαξίφραγος, ὁ, ἡ, Α
νεοελλ.
βοτ. η σαξιφράγα
μσν.-αρχ.
το φυτό κέστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαξιφράγα].