σατιρίζω
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
Greek Monolingual
Ν σάτιρα
1. ασκώ σε προφορικό λόγο ή σε γραπτό κείμενο, έμμετρο ή πεζό, κριτική με ειρωνική διάθεση και με σκωπτικό τρόπο σε πρόσωπα, φαινόμενα, καταστάσεις, προβάλλοντας και καυτηριάζοντας τα αρνητικά τους σημεία και τους αρνητικούς τους χαρακτήρες, επιδιώκοντας την διόρθωσή τους
2. ειρωνεύομαι, διακωμωδώ.