σαφές
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Russian (Dvoretsky)
σᾰφές: τό
1 ясность, очевидность Eur., Plat.;
2 достоверность, истина (τὸ σ. σκοπεῖν Thuc.).