σειρόν

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειρόν Medium diacritics: σειρόν Low diacritics: σειρόν Capitals: ΣΕΙΡΟΝ
Transliteration A: seirón Transliteration B: seiron Transliteration C: seiron Beta Code: seiro/n

English (LSJ)

τὸ ἀνδρεῖον θέριστρον (Sicyonian), Hsch.; cf. ζειρά.

Greek (Liddell-Scott)

σειρόν: «τὸ ἀνδρεῖον, θέριστρον Σικυώνιοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνδρεῖον θέριστρον. Σικυώνιοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σείρινα / σείρινος].