νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Full diacritics: σειρόν | Medium diacritics: σειρόν | Low diacritics: σειρόν | Capitals: ΣΕΙΡΟΝ |
Transliteration A: seirón | Transliteration B: seiron | Transliteration C: seiron | Beta Code: seiro/n |
τὸ ἀνδρεῖον θέριστρον (Sicyonian), Hsch.; cf. ζειρά.
σειρόν: «τὸ ἀνδρεῖον, θέριστρον Σικυώνιοι» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνδρεῖον θέριστρον. Σικυώνιοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σείρινα / σείρινος].