σελιδοποιώ

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

Ν
(για τυπογράφο) κατανέμω την στοιχειοθετημένη ή φωτοσυντεθειμένη τυπογραφική ύλη σε σελίδες, κάνω σελιδοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελίδα + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος].