σελιδοποίηση

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σελιδοποιώ, η κατανομή της στοιχειοθετημένης τυπογραφικής ύλης σε σελίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελιδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Ν. Κοντοπούλου].