σιδερίτις
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
η, και σιδερίτης, ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες της τάξης λαμιώδη, με 80 περίπου είδη που είναι ιθαγενή της περιοχής της Μεσογείου και της Ανατολής, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή περίπου δέκα, γνωστά με τίς κοινές ονομασίες τσάι του βουνού και μαλοθήρας.