σιδηροκαρβονύλια

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία σύμπλοκων ενώσεων του σιδήρου με το μονοξείδιο του άνθρακα στις οποίες ο σίδηρος βρίσκεται στη μηδενική οξειδωτική βαθμίδα, αλλ. καρβονύλια του σιδήρου.