σιδηροκαρβονύλια

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία σύμπλοκων ενώσεων του σιδήρου με το μονοξείδιο του άνθρακα στις οποίες ο σίδηρος βρίσκεται στη μηδενική οξειδωτική βαθμίδα, αλλ. καρβονύλια του σιδήρου.