Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make
οῦ (ὁ) :ἀναφάλ[λ]αντος. μῶμος, κακολογία, καὶ χλευασμός Hsch : invective, raillerie ; insulte.Étymologie: DELG sans étym.