σιταγορά

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

η, Ν
χώρος αγοραπωλησίας σιταριού και άλλων δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + αγορά. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. σιταγοραί, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].