Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
και σταρόχρωμος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα του κόκκου του σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. αχυρόχρωμος].