σιτεμπορία

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

η, και σιτεμπόριο, το, Ν
εμπόριο σιταριού και άλλων δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + εμπορία / εμπόριο (< έμπορος). Ο τ. σιτεμπορία μαρτυρείται από το 1891 στον Ιωάννη Φιλήμονα].