σκάλεθρο

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

το / σκάλεθρον, ΝΑ, και σκάλευθρον Α
εργαλείο με το οποίο ανασκαλεύονται τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η φωτιά
νεοελλ.
μτφ. αυτός που αναμιγνύεται σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλεύω + επίθημα -θρον (πρβλ. έλκηθρον)].