σκάψιμο

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκάβω, σκαφή
2. κοίλωμα, γλυφή, σκάλισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαψ- του αορ. έ-σκαψ-α του σκάβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].