σκήτη

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜ
1. μικρή μονή που αποτελεί παράρτημα άλλης, μεγαλύτερης
2. ερημητήριο μοναχού
νεοελλ.
στον πληθ. οι σκήτες
(καν. δίκ.) (στο Άγιο Όρος) καλύβες οι οποίες εξαρτώνται από μια μονή και στεγάζουν τρεις μοναχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το τοπωνύμιο της Αιγύπτου Σκῆτις, Σκίτις].