σκήτη
From LSJ
η, ΝΜ
1. μικρή μονή που αποτελεί παράρτημα άλλης, μεγαλύτερης
2. ερημητήριο μοναχού
νεοελλ.
στον πληθ. οι σκήτες
(καν. δίκ.) (στο Άγιο Όρος) καλύβες οι οποίες εξαρτώνται από μια μονή και στεγάζουν τρεις μοναχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το τοπωνύμιο της Αιγύπτου Σκῆτις, Σκίτις].