σκατένιος
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
-ια, -ιο, Ν
1. αυτός που έχει γίνει από σκατά, που αποτελείται από περιττώματα
2. μτφ. αυτός που δεν έχει καμιά αξία, που είναι ανάξιος λόγου, ελεεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρένιος, σιδερένιος)].