Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ελεεινός

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐλεεινός, -ή, -όν
Α και ἐλεηνός και ἐλεινός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί τον οίκτο ή αξίζει πράγματι να προκαλέσει τον οίκτο, αξιολύπητος ([πλεοναστ. φράση] «ελεεινός και αξιολύπητος» ή «αξιοθρήνητος»)
μσν.- νεοελλ.
1. εκείνος που αξίζει περιφρόνηση, αποκρουστικός, ποταπόςελεεινός άνθρωπος», «ελεεινός και τρισάθλιος», «ελεεινή συμπεριφορά»)
2. (για πράγματα) πολύ κακής ποιότητας («ελεεινό φαγητό, γραπτό, βιβλίο κ.λπ.»)
αρχ.
θλιβερός, λυπηρός.