ελεεινός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐλεεινός, -ή, -όν
Α και ἐλεηνός και ἐλεινός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί τον οίκτο ή αξίζει πράγματι να προκαλέσει τον οίκτο, αξιολύπητος ([πλεοναστ. φράση] «ελεεινός και αξιολύπητος» ή «αξιοθρήνητος»)
μσν.- νεοελλ.
1. εκείνος που αξίζει περιφρόνηση, αποκρουστικός, ποταπός («ελεεινός άνθρωπος», «ελεεινός και τρισάθλιος», «ελεεινή συμπεριφορά»)
2. (για πράγματα) πολύ κακής ποιότητας («ελεεινό φαγητό, γραπτό, βιβλίο κ.λπ.»)
αρχ.
θλιβερός, λυπηρός.